τυροποίηση

τυροποίηση
[-ις (-εως)] η створаживание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τυροποίηση" в других словарях:

  • τυροποίηση — η, Ν μετατροπή σε τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. τυροποίησις, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»